- ἐπώργισται
- ἐπί-ὀργίζωmake angryperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εποργίζομαι — ἐποργίζομαι (AM) οργίζομαι εναντίον κάποιου («Κύριος ἡμῶν βραχέως ἐπώργισται», ΠΔ) … Dictionary of Greek